νεολιθικός

νεολιθικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προϊστορική περίοδο τού πολιτισμού κατά την οποία οι άνθρωποι κατασκεύαζαν εργαλεία από λειασμένες ή λαξευμένες πέτρες («νεολιθικά ευρήματα»)
2. φρ. «νεολιθική εποχή» — εποχή που περιλαμβάνεται μεταξύ τής παλαιολιθικής εποχής και τής εποχής τών μετάλλων και που εκτείνεται μεταξύ 5000 και 2500 π.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neolithic (< νε(ο)-* + λιθικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ν. Γ. Πολίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεολιθικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεολιθική εποχή: Νεολιθικά ευρήματα. – Νεολιθική εποχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

  • Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • Κνωσός — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Τα ερείπιά της καλύπτουν, με σχεδόν συνεχή κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που ξεκινά από τα πρώτα νεολιθικά χρόνια (περ. 6000 π.Χ.) και τελειώνει στο τέλος της πρώτης βυζαντινής… …   Dictionary of Greek

  • Μυλωνάς, Γεώργιος — I (Σμύρνη 1898 – 1988). Αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στις ΗΠΑ (πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς). Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής αρχαιολογίας στα… …   Dictionary of Greek

  • Neolithic — An array of Neolithic artifacts, including bracelets, axe heads, chisels, and polishing tools. Neolithic stone implements are by definition polished and except for specialty items not chipped. The Neolithic …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”